- χολερόβλητος
- -η, -οαυτός που προσβλήθηκε από χολέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χολερόβλητος — η, ο, Ν ιατρ. αυτός που έχει προσβληθεί από χολέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολέρα + βλητος (< βάλλω), πρβλ. πανικό βλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek